- ῥυκάνησις
- ῥυκάνησις, ἡ, das Hobeln, Behobeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ρυκάνιση — η / ῥυκάνησις ήσεως, ΝΜΑ, και ρυκάνηση Ν, και ῥυχάνησις Α το ροκάνισμα, το πλάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυκάνιση < ῥυκανίζω, ενώ ο τ. ῥυκάνησις < αμάρτυρο, στην αρχαία, ρ. *ῥυκανῶ] … Dictionary of Greek
ρυχάνησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. ῥυκάνησις … Dictionary of Greek
ῥυκανήσεως — ῥυκανήσεω̆ς , ῥυκάνησις planing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)